Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Αρμενικα

անբարձակալ
անբարձակալ տղամարդ
anbardzakal
anbardzakal tghamard
αφιλικός
ένας αφιλικός τύπος

ուղղահայաց
ուղղահայաց բլուր
ughghahayats’
ughghahayats’ blur
κάθετος
ένα κάθετο βράχο

թարմ
թարմ խառնավակներ
t’arm
t’arm kharrnavakner
φρέσκος
φρέσκιες στρειδιές

տրաքաբարող
տրաքաբարող ռեակցիա
trak’abarogh
trak’abarogh rreakts’ia
θερμός
η θερμή αντίδραση

ուրախ
ուրախ զույգ
urakh
urakh zuyg
ευτυχισμένος
το ευτυχισμένο ζευγάρι

ֆալիտ
ֆալիտ անձը
falit
falit andzy
χρεωκοπημένος
το χρεωκοπημένο άτομο

ժամական
ժամական հետապնդում
zhamakan
zhamakan hetapndum
ωριαίος
η ωριαία αλλαγή φρουράς

սալում
սալում մեքենայի պատուհան
salum
salum mek’enayi patuhan
χαλασμένος
το χαλασμένο παράθυρο αυτοκινήτου

բաց
բաց պարդեպը
bats’
bats’ pardepy
ανοιχτός
ο ανοιχτός κουρτινόξυλο

շաբաթական
շաբաթական աղբամանդամ
shabat’akan
shabat’akan aghbamandam
εβδομαδιαία
η εβδομαδιαία συλλογή σκουπιδιών

օտարերկրական
օտարերկրական կապույտ
otarerkrakan
otarerkrakan kapuyt
ξένος
η ξένη αλληλεγγύη
