Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Σλοβενικά

samostojen
samostojna mati
μόνος
μια μόνη μητέρα

letno
letna rast
ετήσιος
η ετήσια αύξηση

centralno
centralni trg
κεντρικός
η κεντρική αγορά

bogata
bogata ženska
πλούσιος
μια πλούσια γυναίκα

neumen
neumno žensko
χαζός
μια χαζή γυναίκα

na voljo
razpoložljiva vetrna energija
διαθέσιμος
η διαθέσιμη αιολική ενέργεια

preostali
preostali sneg
υπόλοιπος
το υπόλοιπο χιόνι

obstoječ
obstoječe igrišče
υπάρχων
το υπάρχον παιδικό πάρκο

visok
visok stolp
ψηλός
ο ψηλός πύργος

globalen
globalno svetovno gospodarstvo
παγκόσμιος
η παγκόσμια οικονομία

moški
moško telo
αρσενικός
ένα αρσενικό σώμα
