Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

ต่างกัน
ดินสอสีที่ต่างกัน
t̀āng kạn
dins̄x s̄ī thī̀ t̀āng kạn
διάφορος
διάφορα μολύβια

เพิ่มเติม
รายได้เพิ่มเติม
pheìmteim
rāy dị̂ pheìmteim
πρόσθετος
το πρόσθετο εισόδημα

มนุษย์
ปฏิกิริยาที่เป็นมนุษย์
Mnus̄ʹy̒
pt̩ikiriyā thī̀ pĕn mnus̄ʹy̒
ανθρώπινος
μια ανθρώπινη αντίδραση

ขึ้นต่อยา
ผู้ป่วยที่ขึ้นต่อยา
k̄hụ̂n t̀x yā
p̄hū̂ p̀wy thī̀ k̄hụ̂n t̀x yā
εξαρτημένος
ασθενείς εξαρτημένοι από φάρμακα

อุ่น
ถุงเท้าที่อุ่น
xùn
t̄hungthêā thī̀ xùn
ζεστός
τα ζεστά καλτσάκια

รสจัด
ขนมปังที่รสจัด
rs̄ cạd
k̄hnmpạng thī̀ rs̄ cạd
πικάντικος
ένα πικάντικο αλείμμα για το ψωμί

สีม่วง
ดอกไม้สีม่วง
s̄ī m̀wng
dxkmị̂ s̄ī m̀wng
βιολετί
το βιολετί λουλούδι

ชั่ว
เพื่อนร่วมงานที่ชั่ว
chạ̀w
pheụ̄̀xn r̀wm ngān thī̀ chạ̀w
κακός
ο κακός συνάδελφος

สวยงาม
ดอกไม้สวยงาม
s̄wyngām
dxkmị̂ s̄wyngām
όμορφος
όμορφα λουλούδια

หวาน
ขนมหวาน
h̄wān
k̄hnm h̄wān
γλυκός
το γλυκό κονφεκτί

เพศ
ความใคร่เพศ
pheṣ̄
khwām khır̀ pheṣ̄
σεξουαλικός
σεξουαλική λαχτάρα
