Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

ไม่ยากลำบาก
ทางจักรยานที่ไม่ยากลำบาก
mị̀ yāk lảbāk
thāng cạkryān thī̀ mị̀ yāk lảbāk
άνετος
ο άνετος ποδηλατόδρομος

เหมือนกัน
สองสตรีที่เหมือนกัน
h̄emụ̄xn kạn
s̄xng s̄trī thī̀ h̄emụ̄xn kạn
παρόμοιος
δύο παρόμοιες γυναίκες

เพิ่มเติม
รายได้เพิ่มเติม
pheìmteim
rāy dị̂ pheìmteim
πρόσθετος
το πρόσθετο εισόδημα

ดีเยี่ยม
ทิวทัศน์ที่ดีเยี่ยม
dī yeī̀ym
thiwthạṣ̄n̒ thī̀ dī yeī̀ym
υπέροχος
το υπέροχο θέαμα

สีชมพู
การตกแต่งห้องสีชมพู
s̄īchmphū
kār tktæ̀ng h̄̂xng s̄īchmphū
ροζ
μια ροζ διακόσμηση δωματίου

ใช้ได้
ไข่ที่ใช้ได้
chı̂dị̂
k̄hị̀ thī̀ chı̂dị̂
χρησιμοποιήσιμος
χρησιμοποιήσιμα αυγά

เมามาก
ชายที่เมามาก
meā māk
chāy thī̀ meā māk
μεθυσμένος
ο μεθυσμένος άντρας

แนวนอน
ตู้เสื้อผ้าแนวนอน
næw nxn
tū̂ s̄eụ̄̂xp̄ĥā næw nxn
οριζόντιος
η οριζόντια ντουλάπα

ทันสมัย
สื่อทันสมัย
thạns̄mạy
s̄ụ̄̀x thạns̄mạy
σύγχρονος
ένα σύγχρονο μέσο

ที่มีอยู่
พลังงานลมที่ใช้ได้
thī̀ mī xyū̀
phlạngngān lm thī̀ chı̂dị̂
διαθέσιμος
η διαθέσιμη αιολική ενέργεια

โบราณ
หนังสือโบราณ
borāṇ
h̄nạngs̄ụ̄x borāṇ
αρχαίος
αρχαία βιβλία
