Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

กลัว
ชายที่กลัว
klạw
chāy thī̀ klạw
φοβισμένος
ένας φοβισμένος άνδρας

แข็งแรง
ผู้หญิงที่แข็งแรง
k̄hæ̆ngræng
p̄hū̂h̄ỵing thī̀ k̄hæ̆ngræng
εν τάξει
μια γυναίκα εν τάξει

ด่วน
ความช่วยเหลือด่วน
d̀wn
khwām ch̀wyh̄elụ̄x d̀wn
επείγον
επείγουσα βοήθεια

รู้จัก
หอไอเฟลที่รู้จักกันดี
rū̂cạk
h̄x xị fel thī̀ rū̂cạk kạn dī
γνωστός
ο γνωστός Πύργος του Άιφελ

มีจำหน่าย
ยาที่มีจำหน่าย
mī cảh̄ǹāy
yā thī̀ mī cảh̄ǹāy
διαθέσιμος
το διαθέσιμο φάρμακο

โรแมนติก
คู่รักที่โรแมนติก
ro mæn tik
khū̀rạk thī̀ ro mæn tik
ρομαντικός
ένα ρομαντικό ζευγάρι

ที่น่าตื่นเต้น
เรื่องราวที่น่าตื่นเต้น
thī̀ ǹā tụ̄̀ntên
reụ̄̀xngrāw thī̀ ǹā tụ̄̀ntên
συναρπαστικός
η συναρπαστική ιστορία

ตลก
การแต่งกายที่ตลก
tlk
kār tæ̀ng kāy thī̀ tlk
αστείος
η αστεία μεταμφίεση

ทั่วโลก
เศรษฐกิจทั่วโลก
thạ̀w lok
ṣ̄ers̄ʹṭ̄hkic thạ̀w lok
παγκόσμιος
η παγκόσμια οικονομία

ไม่รู้จัก
แฮ็กเกอร์ที่ไม่รู้จัก
mị̀rū̂ cạk
ḥæ̆k kexr̒ thī̀ mị̀rū̂ cạk
άγνωστος
ο άγνωστος χάκερ

สีน้ำตาล
ผนังไม้สีน้ำตาล
s̄ī n̂ảtāl
p̄hnạng mị̂ s̄ī n̂ảtāl
καφέ
ένα καφέ ξύλινο τοίχο
