Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

ไม่สมบูรณ์
สะพานที่ไม่สมบูรณ์
mị̀ s̄mbūrṇ̒
s̄aphān thī̀ mị̀ s̄mbūrṇ̒
ολοκληρωμένος
το μη ολοκληρωμένο γεφύρι

ตลก
การแต่งกายที่ตลก
tlk
kār tæ̀ng kāy thī̀ tlk
αστείος
η αστεία μεταμφίεση

แรก
ดอกไม้แรกของฤดูใบไม้ผลิ
ræk
dxkmị̂ ræk k̄hxng vdū bımị̂ p̄hli
πρώτος
τα πρώτα άνθη της άνοιξης

ลบ
ข่าวที่เป็นลบ
lb
k̄h̀āw thī̀ pĕn lb
αρνητικός
το αρνητικό νέο

น่ากลัว
ความคุกคามที่น่ากลัว
ǹā klạw
khwām khukkhām thī̀ ǹā klạw
φρικτός
η φρικτή απειλή

ไม่โชคดี
ความรักที่ไม่โชคดี
mị̀ chokh dī
khwām rạk thī̀ mị̀ chokh dī
δυστυχισμένος
μια δυστυχισμένη αγάπη

รวย
ผู้หญิงที่รวย
rwy
p̄hū̂h̄ỵing thī̀ rwy
πλούσιος
μια πλούσια γυναίκα

ร้อน
การเผาที่ร้อน
r̂xn
kār p̄heā thī̀ r̂xn
ζεστός
το ζεστό τζάκι

ยอดนิยม
คอนเสิร์ตที่ยอดนิยม
yxd niym
khxns̄eir̒t thī̀ yxd niym
δημοφιλής
ένα δημοφιλές συναυλία

ป่วย
ผู้หญิงที่ป่วย
p̀wy
p̄hū̂h̄ỵing thī̀ p̀wy
άρρωστος
η άρρωστη γυναίκα

โรแมนติก
คู่รักที่โรแมนติก
ro mæn tik
khū̀rạk thī̀ ro mæn tik
ρομαντικός
ένα ρομαντικό ζευγάρι
