Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

บ้า
หญิงที่บ้า
b̂ā
h̄ỵing thī̀ b̂ā
τρελός
μια τρελή γυναίκα

ทางประวัติศาสตร์
สะพานทางประวัติศาสตร์
thāng prawạtiṣ̄ās̄tr̒
s̄aphān thāng prawạtiṣ̄ās̄tr̒
ιστορικός
η ιστορική γέφυρα

ทำเอง
ผลิตภัณฑ์สตรอเบอรี่ที่ทำเอง
thả xeng
p̄hlit p̣hạṇṯh̒ s̄t rx be xrī̀ thī̀ thả xeng
σπιτικός
το σπιτικό φράουλα ποτό

รสเผ็ด
พริกที่รสเผ็ด
rs̄ p̄hĕd
phrik thī̀ rs̄ p̄hĕd
καυτερός
το καυτερό πιπερόνι

ซื่อสัตย์
คำสาบานที่ซื่อสัตย์
sụ̄̀xs̄ạty̒
khả s̄ābān thī̀ sụ̄̀xs̄ạty̒
ειλικρινής
ο ειλικρινής όρκος

ศักดิ์สิทธิ์
คัมภีร์ศักดิ์สิทธิ์
ṣ̄ạkdi̒s̄ithṭhi̒
khạmp̣hīr̒ ṣ̄ạkdi̒s̄ithṭhi̒
ιερός
τα ιερά γραφά

เสียชีวิต
ซานตาคลอสที่เสียชีวิต
s̄eīy chīwit
sāntākhlxs̄ thī̀ s̄eīy chīwit
νεκρός
ένας νεκρός Άγιος Βασίλης

โง่
เด็กชายที่โง่
ngò
dĕkchāy thī̀ ngò
ηλίθιος
το ηλίθιο αγόρι

เจนิยาส์
การแต่งกายที่เจนิยาส์
ce ni yās̄̒
kār tæ̀ng kāy thī̀ ce ni yās̄̒
ιδιοφυής
μια ιδιοφυής μεταμφίεση

ที่ห่างไกล
บ้านที่อยู่ห่างไกล
thī̀ h̄̀āng kịl
b̂ān thī̀ xyū̀ h̄̀āng kịl
απομακρυσμένος
το απομακρυσμένο σπίτι

ผ่อนคลาย
การพักร้อนที่ผ่อนคลาย
p̄h̀xnkhlāy
kār phạk r̂xn thī̀ p̄h̀xnkhlāy
ξεκούραστος
ένας ξεκούραστος διακοπές
