Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ταϊλανδεζικά

เล็กน้อย
อาหารเล็กน้อย
lĕkn̂xy
xāh̄ār lĕkn̂xy
λίγο
λίγο φαγητό

เต็มไปด้วยหิมะ
ต้นไม้ที่เต็มไปด้วยหิมะ
tĕm pị d̂wy h̄ima
t̂nmị̂ thī̀ tĕm pị d̂wy h̄ima
χιονισμένος
χιονισμένα δέντρα

หวาน
ขนมหวาน
h̄wān
k̄hnm h̄wān
γλυκός
το γλυκό κονφεκτί

อย่างเต็มที่
การรับประทานอาหารอย่างเต็มที่
xỳāng tĕmthī̀
kār rạbprathān xāh̄ār xỳāng tĕmthī̀
γενναιόδωρος
ένα γενναιόδωρο γεύμα

สวยงาม
น้ำตกที่สวยงาม
s̄wyngām
n̂ảtk thī̀ s̄wyngām
υπέροχος
ένα υπέροχος καταρράκτης

จำเป็น
ไฟฉายที่จำเป็น
cảpĕn
fịc̄hāy thī̀ cảpĕn
απαραίτητος
η απαραίτητη φακός

โปรเตสแตนต์
พระคริสต์โปรเตสแตนต์
portes̄tænt̒
phra khris̄t̒ portes̄tænt̒
ευαγγελικός
ο ευαγγελικός ιερέας

ภายนอก
หน่วยความจำภายนอก
p̣hāynxk
h̄ǹwy khwām cả p̣hāynxk
εξωτερικός
μια εξωτερική μνήμη

ไม่มีเมฆ
ท้องฟ้าที่ไม่มีเมฆ
mị̀mī meḳh
tĥxngf̂ā thī̀ mị̀mī meḳh
ασύννεφος
ένας ασύννεφος ουρανός

ถูกต้อง
ความคิดที่ถูกต้อง
t̄hūk t̂xng
khwām khid thī̀ t̄hūk t̂xng
σωστός
ένας σωστός στοχασμός

กว้าง
ชายหาดที่กว้าง
kŵāng
chāyh̄ād thī̀ kŵāng
ευρύς
μια ευρεία παραλία
