Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ουκρανικά

неможливий
неможливий доступ
nemozhlyvyy
nemozhlyvyy dostup
αδύνατος
μια αδύνατη πρόσβαση

п‘яний
п‘яний чоловік
p‘yanyy
p‘yanyy cholovik
μεθυσμένος
ένας μεθυσμένος άνδρας

сонливий
сонлива фаза
sonlyvyy
sonlyva faza
νυσταγμένος
νυσταγμένη φάση

сухий
сухий білизна
sukhyy
sukhyy bilyzna
ξηρός
τα ξηρά ρούχα

сирий
сире м‘ясо
syryy
syre m‘yaso
άψητος
άψητο κρέας

соціальний
соціальні відносини
sotsialʹnyy
sotsialʹni vidnosyny
κοινωνικός
κοινωνικές σχέσεις

прямий
пряме влучання
pryamyy
pryame vluchannya
άμεσος
ένα άμεσο χτύπημα

віддалений
віддалений будинок
viddalenyy
viddalenyy budynok
απομακρυσμένος
το απομακρυσμένο σπίτι

засніжений
засніжені дерева
zasnizhenyy
zasnizheni dereva
χιονισμένος
χιονισμένα δέντρα

екстремальний
екстремальний серфінг
ekstremalʹnyy
ekstremalʹnyy serfinh
άκραιος
το άκραιο σέρφινγκ

порожній
порожній екран
porozhniy
porozhniy ekran
άδειος
η άδεια οθόνη
