Λεξιλόγιο
Βουλγαρικά – Ρήματα Άσκηση

τρέχω
Ο αθλητής τρέχει.

περνάω
Οι μαθητές πέρασαν την εξέταση.

ακυρώνω
Δυστυχώς ακύρωσε τη συνάντηση.

κολλάω
Κόλλησε σε ένα σκοινί.

υποστρέφω
Δύο αυτοκίνητα υπέστησαν ζημιές στο ατύχημα.

παλεύω
Οι αθλητές παλεύουν μεταξύ τους.

αξιολογώ
Αξιολογεί την απόδοση της εταιρείας.

αναχωρώ
Το πλοίο αναχωρεί από το λιμάνι.

καπνίζω
Το κρέας καπνίζεται για να συντηρηθεί.

τηλεφωνώ
Το κορίτσι τηλεφωνεί στη φίλη της.

ξυπνώ
Μόλις ξύπνησε.
