Λεξιλόγιο
Βεγγαλική – Ρήματα Άσκηση

κοιτώ
Στις διακοπές, κοίταξα πολλά αξιοθέατα.

παντρεύομαι
Το ζευγάρι μόλις παντρεύτηκε.

μετακομίζω
Νέοι γείτονες μετακομίζουν πάνω.

υποχωρώ
Πολλά παλιά σπίτια πρέπει να υποχωρήσουν για τα καινούργια.

γεννάω
Γέννησε ένα υγιές παιδί.

συμφωνώ
Η τιμή συμφωνεί με τον υπολογισμό.

αποφασίζω
Δεν μπορεί να αποφασίσει ποια παπούτσια να φορέσει.

ψηφίζω
Ψηφίζει κανείς υπέρ ή κατά ενός υποψηφίου.

παίρνω
Το παιδί παίρνεται από το νηπιαγωγείο.

βάφω
Έχει βάψει τα χέρια της.

ξεκινώ να τρέχω
Ο αθλητής πρόκειται να ξεκινήσει να τρέχει.
