Λεξιλόγιο
Βεγγαλική – Ρήματα Άσκηση

αποδέχομαι
Μερικοί άνθρωποι δεν θέλουν να αποδεχτούν την αλήθεια.

καίω
Κάηκε ένα σπίρτο.

μοιράζομαι
Πρέπει να μάθουμε να μοιραζόμαστε τον πλούτο μας.

ξαπλώνω
Τα παιδιά ξαπλώνουν μαζί στο γρασίδι.

καλώ
Πήρε το τηλέφωνο και κάλεσε τον αριθμό.

ηττάμαι
Ο πιο αδύναμος σκύλος ηττάται στον αγώνα.

φροντίζω
Ο επίσημος μας φροντίζει για την απόμακρυνση του χιονιού.

καλύπτω
Έχει καλύψει το ψωμί με τυρί.

έρχομαι σε σένα
Η τύχη έρχεται προς τα εκεί.

πηγαίνω
Πού πηγαίνετε και οι δύο;

περπατώ
Δεν πρέπει να περπατηθεί αυτό το μονοπάτι.
