Λεξιλόγιο
Δανικά – Ρήματα Άσκηση

τηλεφωνώ
Ο αγόρι τηλεφωνεί όσο πιο δυνατά μπορεί.

βρίσκομαι
Ο χρόνος της νιότης της βρίσκεται πολύ πίσω.

συνοδεύω
Η φίλη μου μ‘ αρέσει να με συνοδεύει όταν ψωνίζω.

βγαίνει
Πρέπει να βγαίνει με λίγα χρήματα.

βελτιώνω
Θέλει να βελτιώσει το σώμα της.

εκπλήσσω
Εκπλήσσει τους γονείς της με ένα δώρο.

ταξιδεύω
Έχω ταξιδέψει πολύ γύρω από τον κόσμο.

έρχομαι πρώτος
Η υγεία πάντα έρχεται πρώτη!

μισώ
Τα δύο αγόρια μισούν τον έναν τον άλλο.

σημειώνω
Πρέπει να σημειώσετε τον κωδικό πρόσβασης!

σερβίρω
Ο σερβιτόρος σερβίρει το φαγητό.
