Λεξιλόγιο
Αρμενικα – Ρήματα Άσκηση

περνώ
Το αυτοκίνητο περνάει μέσα από ένα δέντρο.

σώζω
Το κορίτσι σώζει τα λεφτά της.

μπαίνω
Το πλοίο μπαίνει στο λιμάνι.

μιλώ κακά
Οι συμμαθητές της μιλούν κακά για εκείνη.

σταματώ
Τα ταξί έχουν σταματήσει στη στάση.

ολοκληρώνω
Έχουν ολοκληρώσει το δύσκολο έργο.

ψάχνω
Ο ληστής ψάχνει το σπίτι.

επισκέπτομαι
Μια παλιά φίλη την επισκέπτεται.

εμπορεύομαι
Οι άνθρωποι εμπορεύονται μεταχειρισμένα έπιπλα.

προστατεύω
Η μητέρα προστατεύει το παιδί της.

αλλάζω
Ο αυτοκινητοβιομηχανικός αλλάζει τα λάστιχα.
