Λεξιλόγιο
Ταϊλανδεζικά – Ρήματα Άσκηση

πρωινιάζω
Προτιμούμε να πρωινιάζουμε στο κρεβάτι.

απολύω
Ο αφεντικός τον απέλυσε.

ταξιδεύω
Μας αρέσει να ταξιδεύουμε μέσα από την Ευρώπη.

συνοδεύω
Η φίλη μου μ‘ αρέσει να με συνοδεύει όταν ψωνίζω.

χάνω
Ο άντρας έχασε το τρένο του.

είμαι
Δεν θα έπρεπε να είσαι λυπημένος!

εξασκούμαι
Εξασκείται καθημερινά με το skateboard του.

συλλαβίζω
Τα παιδιά μαθαίνουν να συλλαβίζουν.

σταματώ
Η γυναίκα σταματά ένα αυτοκίνητο.

τολμώ
Δεν τολμώ να πηδήξω μέσα στο νερό.

λύνω
Ο ντετέκτιβ λύνει την υπόθεση.
