Ordförråd
Lär dig adjektiv – italienska

φυσικός
το φυσικό πείραμα
ፊዚክሊ
ፊዚክሊ ትርጉም

κακός
ο κακός συνάδελφος
በክፉ
በክፉ ወዳጅ

ικανός
ο ικανός μηχανικός
ብምህራት
ብምህራት ምሕንዳስ

βρώμικος
το βρώμικο αέρα
ርኩስ
ርኩስ ኣየር

εβδομαδιαία
η εβδομαδιαία συλλογή σκουπιδιών
ሳምንታዊ
ሳምንታዊ ምብራቅ ጽባሕ

ευτυχισμένος
το ευτυχισμένο ζευγάρι
ፍሉይ ሓደጋቲ
ፍሉይ ሓደጋቲ ዜይጋርጋሪ

αρνητικός
το αρνητικό νέο
ሓያላን
ሓያላን ዜና

φρέσκος
φρέσκιες στρειδιές
ፈረሺ
ፈረሺ ኣሽሮች

εξωτερικός
μια εξωτερική μνήμη
ውጭማለይ
ውጭማለይ ማእከል

απομακρυσμένος
το απομακρυσμένο σπίτι
ርቑዕ
ርቑዕ ገዛ

κλειδωμένος
η κλειδωμένη πόρτα
ዘይክፍት
ዘይክፍት ደጉሪ
