Ordförråd
Lär dig adjektiv – nynorsk

locked
the locked door
κλειδωμένος
η κλειδωμένη πόρτα

clear
the clear glasses
σαφής
τα σαφή γυαλιά

negative
the negative news
αρνητικός
το αρνητικό νέο

correct
the correct direction
σωστός
η σωστή κατεύθυνση

heavy
a heavy sofa
βαρύς
ένα βαρύ καναπέ

powerless
the powerless man
άνευ δυνάμεων
ο άνδρας χωρίς δυνάμεις

legal
a legal gun
νόμιμος
ένα νόμιμο πιστόλι

lame
a lame man
χωλός
ένας χωλός άντρας

additional
the additional income
πρόσθετος
το πρόσθετο εισόδημα

warm
the warm socks
ζεστός
τα ζεστά καλτσάκια

competent
the competent engineer
ικανός
ο ικανός μηχανικός
